- στροφιοῦχος
- στροφ-ιοῦχος, ὁ, epith. of Hermes,A wearing the στρόφιον, cj. for τροφ- in Orph.H.28.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στροφιούχος — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Ερμού) αυτός που φορεί στρόφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφιον + οῦχος* (< ἔχω»)] … Dictionary of Greek
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek